ἐπιβήτωρ

ἐπιβήτωρ
ἐπιβήτ-ωρ, ορος, ,
A one who mounts,

ἐ. ἵππων Od.18.263

, Simm.1.3; νεὼς ἐπιβήτορα λαόν, = ἐπιβάτας, AP7.498 (Antip.(?)); ἐ. κύκλων, of the Trojan horse, Tryph.307.
2. of male animals, e.g.a boar, συῶν

ἐπιβήτωρ Od.11.131

; of a bull, Theoc.25.128
.
II. as Adj., springing, Nonn.D.20.113.
2. metaph., at home in, master of a thing,

θηροδιδασκαλίης Man.4.245

; dwelling in, ὕλης οὐρανίας κτλ. Orph.Fr.353.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐπιβήτωρ — one who mounts masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβήτορα — ἐπιβήτωρ one who mounts masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβήτορας — ἐπιβήτωρ one who mounts masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβήτορες — ἐπιβήτωρ one who mounts masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιβήτορι — ἐπιβήτωρ one who mounts masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιβήτορας — ο (AM ἐπιβήτωρ) [επιβαίνω] (για αρσενικό ζώο) αυτός που οχεύει, ο βατευτής μσν. νεοελλ. 1. αυτός που ανήλθε αντικανονικά σε επισκοπικό θρόνο 2. όποιος πήρε αντικανονικά αξίωμα ή εξουσία νεοελλ. 1. αρσενικό ζώο που χρησιμοποιείται αποκλειστικά για …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”